- αναγκαίος
- -αία, -αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, -αῑα, -αῑον και –αῑος, -αῑον)1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαίαα) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η τροφήβ) πράγματα που είναι απαραίτητο να γίνουν4. φρ. «αναγκαίο(ν) κακό(ν)», αναπόφευκτο κακόμσν.1. πολύτιμος, ακριβός, πολυτελής2. (για συγγράμματα) έγκυρος, αυθεντικός3. ως ουσ. ὁ ἀναγκαῑοςο απόπατος τὸ ἀναγκαῑοαποχωρητήριο, ουροδοχείο τὰ ἀναγκαῑαγεννητικά όργανααρχ.Ι. (με ενεργ. σημ.)1. αυτός που αναγκάζει, που επιβάλλει με τη βία2. αυτός που επείγει, ο επείγων3. πειστικός, αδιάσειστος, ακαταμάχητος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναγκαῑονα) εξαναγκαστική φύσηβ) τόπος περιορισμού, φυλακή5. φρ. «ἀναγκαῑον ἦμαρ», ημέρα εξαναγκασμού, δηλ. ζωή δουλείας «ἀναγκαῑα τύχη» τύχη που επιβάλλεται από τη μοίρα ή μοιραία τύχη«ἐξ ἀναγκαίου», εξ ανάγκης, υπό την πίεση τών περιστάσεων ΙΙ. (με παθ. σημ.)1. αυτός που αναγκάστηκε, που πιέστηκε, ο εξαναγκασμένος2. αυτός που μόλις αρκεί, εντελώς απαραίτητος, βασικός, ουσιώδης (συνήθως στον υπερθ.)3. ελλιπής, πρόχειρος, αυτοσχέδιος4. (για πρόσωπα) αυτός που συνδέεται με κάποιον με αναγκαίους ή φυσικούς δεσμούς, συγγενής, φίλος5. φρ. «ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις», ο ελάχιστος συνοικισμός, που θα μπορούσε να ονομαστεί πόλη«ἡ ἀναγκαιοτάτη συγγένεια», ο μακρινότερος βαθμός συγγένειας που αναγνωρίζεται από τον νόμο«τὰ ἐκ Θεοῡ ἀναγκαῑα», η καθορισμένη τάξη τών πραγμάτων, οι νόμοι τής φύσης6. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀναγκαῑον», η ανάγκηΙΙΙ. 1. επίρρ. ἀναγκαίωςκατ’ ανάγκη, με τη βία, αναγκαστικά2. (επιρρ. φρ.) «ἀναγκαίως ἔχει», πρέπει να είναι έτσι«ἀναγκαίως φέρω», όσο καλύτερα μπορώ «γελοίως καὶ ἀναγκαίως λέγω», μόνο εφόσον είναι ανάγκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.ΠΑΡ. αναγκαιότηταμσν.ἀναγκαιώδηςνεοελλ.αναγκαιώ).
Dictionary of Greek. 2013.